- ἀδυσωπήτου
- ἀδυσώπητοςnot to be put out of countenancemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νεκρά Θάλασσα — (αραβ. Al – Bahr, εβρ. Yam ha – Melah). Λιμναία λεκάνη (1.020 τ. χλμ.) της Παλαιστίνης, στο βαθύπεδο του Ελ Γορ. Ανήκει στην Ιορδανία, εκτός από το νοτιοδυτικό τμήμα που ανήκει στο Ισραήλ. Bρίσκεται περίπου 395 μ. κάτω από την επιφάνεια της… … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek